Χωρίς να υποβαθμίζεται η εμπνευσμένη αντίθεση ζεστασιά της ανατολικογερμανικής εξοχής με την ασφυκτική εικόνα της απρόσωπης πόλης, καθώς και ο καλοστημένος χιτσκοκικός τόνος της κλιμακούμενης παράνοιας σε ένα ψυχροπολεμικό περιβάλλον γεμάτο επίσημους και αυτεπάγγελτους χαφιέδες, η ταινία του Πέτζολντ ανήκει στη μούσα του εδώ και 5 ταινίες, τη συναρπαστική Νίνα Χος. Η Μπάρμπαρα, ως άλλη, παραφρασμένη χιτσκοκική ηρωίδα, υφίσταται με κυνική εγκατάλειψη τις ταπεινωτικές σωματικές έρευνες, έχοντας φαινομενικά συμφιλιωθεί με το πολιτικά άτακτο παρελθόν της, κινείται νωχελικά με το ποδήλατο, διάγοντας έναν ευνουχισμένο βίο (αφού οι Αρχές της «στείρωσαν» την απόλαυση και τη δράση) και παίζει παιχνίδι σε διπλό ταμπλό, σαν να εκτελεί μηχανικά ένα χόμπι, ανάμεσα στον εραστή της Δύσης και μια πιθανότητα, αντί για ελπίδα, και τη λειτουργία της ως γιατρού, αλλά με τον γνώμονα της δουλειάς και του καθήκοντος. Ο χαρακτήρας της δεν έχει αλλάξει, όσο κι αν έχει λαβωθεί το ηθικό της, και η προσωπικότητά της καλείται να έλθει στην επιφάνεια. Τότε η Νίνα Χος δείχνει τις πλευρές μιας ηρωίδας με διλήμματα και τσαγανό. Η Μπάρμπαρα δεν είναι μια υποσημείωση στις πιο πολυεπίπεδες Ζωές των Άλλων, αλλά μια δημιουργική, διαφορετική ματιά σε παρόμοιο σκηνικό.