Ο Καναδός Φιλίπ Φαλαρντό διασκεύασε με γενναιότητα και σπουδή ένα μονόπρακτο για έναν χαρακτήρα, το έκανε πιο πολύπλοκο, πολυσήμαντο και βαθύ - το φιλμ προτάθηκε για το ξενόγλωσσο Όσκαρ και αν δεν ήταν ο Χωρισμός του Ιρανού Φαραντί, θα το άξιζε οπωσδήποτε. Αντίθετα από το θεατρικό, η ταινία ξεκινάει δείχνοντας την εικόνα της δασκάλας απαγχονισμένης μέσα στην τάξη, όπως την ανακαλύπτει, και δεν την ξεχνάει, ένας μαθητής. Ο Φαλαρντό αποφασίζει να μοιραστεί το ψυχικό τραύμα με ολόκληρη την τάξη και την αίθουσα, επιλέγοντας να δείξει, αντί να υπονοήσει. Ο Λαζάρ έρχεται από το πουθενά, κερδίζοντας τη θέση μαγικά και αναπάντεχα, όπως άξαφνα χάθηκε η προηγούμενη δασκάλα των παιδιών. Από μόνη της η φιγούρα του είναι μια πλήρης αντίθεση, όχι μόνο προς την κουλτούρα του αμιγώς γαλλόφωνου, καναδικού σχολείου, αλλά και προς την πένθιμη σιωπή που καλύπτει μαθητές, καθηγητές και γονείς και συγκαλύπτει ένα γεγονός βαρύ και ανεξήγητο, μεγεθυμένο από το μακάβριο σοκ της περίστασης, του ευαίσθητου χώρου και του ειδικού τρόπου με το οποίο έγινε. Ο Λαζάρ, όπως τον αντιλαμβάνεται ο Γαλλο-αλγερινός Μοχάμεντ Φελάγκ (ένας ηθοποιός, περφόρμερ, ποιητής και συγγραφέας) είναι μια ιδιότυπη προσωπικότητα που μιλάει κελαρυστά, σαν να απαγγέλλει αντί να διδάσκει συμβατικά, αλλά παραπέμπει σε ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου, με τις ανάγλυφες εκφράσεις και τις γρήγορες αντιδράσεις του προσώπου του. Καλύπτει με ζωντάνια τις ανάγκες των παιδιών για μάθηση και αμφισβήτηση, σε μια στιγμή που τα ερωτήματα είναι πολλά, αλλά δύσκολα αναδύονται, έχοντας μάλιστα και ο ίδιος αμφιβολίες για τον χειρισμό της υπόθεσης της εκπαιδευτικού που αυτοκτόνησε και τα αίτια που την οδήγησαν σε αυτή την πράξη. Χωρίς να κολακεύει τους μαθητές του, δείχνει να κατανοεί τη μεγάλη τους απορία, που δεν είναι προϊόν κακοήθους περιέργειας αλλά προσωπικής ήττας με υπαρξιακές επιπλοκές - ένα σινιάλο τραύματος που μπορεί να είναι αξεπέραστο για κάποιους από αυτούς. Παράλληλα, έχει τα δικά του θέματα να λύσει, σε σχέση με το οικογενειακό του παρελθόν και τη δυνατότητα παραμονής του στη χώρα. Εδώ μιλάμε για μπέρδεμα προσωπικό και πολιτικό, που, παρά τις τεχνικές του λεπτομέρειες, δεν παύει να τον απασχολεί, κυρίως για την προοπτική της δυνατότητάς του να συνεχίζει να διδάσκει. Έχουμε δει πάμπολλες ταινίες γύρω από τη σχέση δασκάλου με μαθητές, αλλά ο Εξαιρετικός κύριος Λαζάρ έρχεται, από το πουθενά και πάλι, να φωτίσει την αδιόρατη γραμμή που χωρίζει την επιθυμία ενός παιδιού να βρει τη στήριξη στα δύσκολα μέσα στο σχολικό πλαίσιο από την αντίστοιχη λαχτάρα ενός εμπνευσμένου δασκάλου να βρει έστω κι έναν αποδέκτη που θα αρπάξει το νόημα της ζωής, πέρα από τη διδακτέα ύλη. Με το ξέσπασμα του αγοριού και την αγκαλιά του κοριτσιού στο φινάλε θα δείτε πως η ταινία βρίσκει τις στιγμές αυτές με μεγαλοπρέπεια που δεν χωράει σε απλά λόγια, καλούς βαθμούς και συγκινητικά κηρύγματα. Ειδικά σε μια εποχή κατά την οποία οι δάσκαλοι, υποψήφιοι για παρενόχληση μαθητών, αυτοπεριορίζονται και καταλήγουν να ακυρώσουν την όρεξή τους για ουσιαστικό άγγιγμα.