Η Τρέισι Λορντ, που υποδύεται στην ταινία, είναι ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο της καλής κοινωνίας της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ, που νομίζει πως δικαιούται να ραγίζει καρδιές και να υποτιμά ανθρώπους χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες, παραμερίζοντας ταυτόχρονα τις αρετές της για χάρη μιας εξυπνακίστικης ευκολίας κι ενός χαβαλετζίδικου ταξικού σνομπισμού. Η Λορντ είναι πάνω-κάτω το alter ego της Χέμπορν in extremis, αν και η Αμερικανίδα ηθοποιός απέκτησε ανεξίτηλο status στο σύμπαν του κινηματογράφου ακριβώς λόγω της χαράς και της αγάπης της να κάνει ταινίες αλλά και της απέχθειας που συνάμα ένιωθε για τη μικρότητά τους - και πολύ αργότερα, λόγω της ανθεκτικότητας, των συνεχών και επιτυχημένων comebacks της αλλά και της μεθοδικής της αποχής από τα φώτα της δημοσιότητας. Αυτή η σχιζοφρενική συμπεριφορά γέννησε ένα πλάσμα διαφορετικό, εξωγήινο, συχνά αντιπαθές, ένα προϊόν υψηλής μόρφωσης και πεισματάρικων, προοδευτικών αρχών, με γωνιώδη ομορφιά και λυγερόκορμη αρχοντιά, που έλαμψε με το ταμπεραμέντο και το τσαγανό που καμιά δεν διέθετε στην μπριλάντε κωμωδία ηθών και καταστάσεων (η Μπέτι Ντέιβις ήταν το δραματικό θηρίο και οι άλλες μεγάλες του είδους, όπως οι κομεντιέν Κάρολ Λομπάρντ και η Αϊρίν Νταν, δεν κατείχαν το όπλο της φωτογενούς ανωτερότητας και της σοφιστικέ πολυπλοκότητας). Η Χέμπορν ήταν μοναδική στο να σωριάζεται σαν το πιο χαζό θηλυκό και να ανασκουμπώνεται με ανδρική λεβεντιά. Από τις ταινίες της πρώτης περιόδου, τα Little Women, Sylvia Scarlett, Bringing up Baby, Philadelphia Story και Woman of the Year, από το 1934 μέχρι το 1942 δηλαδή, φανερώνουν ένα σχεδόν επικίνδυνο παίξιμο στο screwball, εκεί όπου τα φύλα και οι τάξεις γίνονται μαλλιά κουβάρια, καθώς και το δράμα, ατρόμητο και πειραματικό, σα να μην την ένοιαζε (που δεν την ένοιαζε) τι θα απογίνει ως σταρ ή ηθοποιός την επόμενη μέρα. Το Χόλιγουντ, όπου η Χέμπορν παραδεχόταν μόνο την Γκάρμπο, της έδωσε Όσκαρ (ενώ δεν ήξερε πώς να την κουλαντρίσει) με το καλημέρα και η Χέμπορν αγνοούσε επιδεικτικά τους κανόνες, κάνοντας «παιχνίδι» με τις οικονομικές πλάτες του μυστικοπαθούς Χάουαρντ Χιουζ, την παρέα της με τον Κιούκορ και τον σεναριογράφο Γκάρσον Κάνιν και τη γυναίκα του. Το ταμπεραμέντο της έβγαζε φωτιές και η αυτοθυσία της συναγωνιζόταν μόνο με την καλυμμένη ματαιοδοξία και τον εγωισμό της. Σχετικά όλα αυτά, γιατί αν παρατηρήσετε πώς έδωσε άπλετο χώρο στη νεότερη ηθοποιό Μπίλι Χόλιντεϊ να σολάρει λαμπερά στη σεκάνς του δικαστηρίου στο Adam’s Rib σε πείσμα των παραγωγών που δεν την ήθελαν καθόλου ή τον τρόπο που αβάνταρε τον Σπένσερ Τρέισι στις μεταξύ τους συνεργασίες, θα διαπιστώσετε πως επρόκειτο για μια υπερφίαλη, φαντασμένη φεμινίστρια με αντικρουόμενα στοιχεία συντηρητισμού, που αν αγαπούσε και θαύμαζε έναν άνδρα, δεν την πείραζε να σκύψει για να μην αυτοπροβάλλεται εις βάρος του ή, αν μυριζόταν την αδικία (όπως στην περίπτωση της Χόλιντεϊ), θα θυσίαζε ευχαρίστως τη στιγμή που προσφέρει το κοντινό και ο μονόλογος για να την αποκαταστήσει. Με την παρένθεση αυτή, δεν θέλω ακριβώς να μειώσω τις αρετές ενός πολύ ευχάριστου φιλμ, που έχει πλοκή βολίδα, διαλόγους κέντημα (Όσκαρ στο διασκευασμένο σενάριο), τον πάντα συγκινητικό και αξιαγάπητο στην επαρχιώτικη αφέλειά του Τζέιμς Στιούαρτ, ο οποίος πήρε αναδρομικό Όσκαρ ερμηνείας επειδή του το χρωστούσαν από την προηγούμενη χρονιά, το 1939, για την πραγματικά αξιόλογη εμφάνισή του στο Destry rides again, αλλά και τον ασυναγώνιστο, τόσο πεντανόστιμα κατεργάρη Κάρι Γκραντ, που όποτε έπαιζε δίπλα στη Χέμπορν έμοιαζε μεθυσμένος από την ανταλλαγή συνωμοτικών βλεμμάτων και δηλητηριωδών λέξεων - μια ιδιοφυής χημεία φτιαγμένη στον παράδεισο του σινεμά. Απλώς, τονίζω τον μοναδικό παράγοντα Χέμπορν, έναν οδοστρωτήρα (showstopper το λένε στο αμερικανικό θέαμα, και ξαναβγήκε παρόμοιος μόνο στην περίπτωση της Στράιζαντ στις τρεις πρώτες της κωμωδίες) που ξεχείλιζε από εξυπνάδα και παράλληλα, με το αυτοδίδακτο ταλέντο της μπροστά στην κάμερα, σχολίαζε τις μεγαλοαστικές της αδυναμίες με αυταπάρνηση και κολασμένο μπρίο: «Τι ζωντάνια, τι μυαλό, τι ξεχωριστή ομορφιά στα νιάτα της!» Ακόμη κι αν βασανιζόταν από τύψεις, τις μετέτρεψε σ’ ένα πάρτι που, όπως αποδείχτηκε, δεν προοριζόταν για λίγους και εκλεκτούς, λόγω της ειλικρίνειας και της ηθικής της αλλά και της τάσης της να απορρίπτει χωρίς περιστροφές την ανοησία.