Λίγο πριν πεθάνει στα 29 του χρόνια, ο Ζαν Βιγκό, έχοντας ήδη υπογράψει το ασυμβίβαστο και ενοχλητικό Zerodeconduite, δημιούργησε μια ανένταχτη, ποιητική και εφευρετική ταινία, με αντιεξουσιαστική ματιά και εργατική καρδιά, που άργησε να παιχτεί στην κανονική της μορφή αλλά εκτιμήθηκε δεόντως από τους παλιούς θεωρητικούς. «Αταλάντη» είναι το όνομα μιας πλωτής φορτηγίδας που μεταφέρει εμπορεύματα στα ποτάμια της κεντρικής Ευρώπης. Ο καπετάνιος παντρεύεται ένα όμορφο ξανθό κορίτσι από ένα διπλανό χωριό και το φέρνει στο πλοιάριό του (την Αταλάντη δηλαδή), παρέα με γάτες, έναν εκκεντρικό λοστρόμο κι έναν μαθητευόμενο μούτσο. Η πρώτη σκηνή είναι εκπληκτική και οι εικόνες που τη συνοδεύουν, της νύφης και του γαμπρού που έρχονται από την τελετή και ετοιμάζονται να περάσουν μια εναλλακτική ζωή εν πλω, είναι εκπληκτικές, απολύτως πρωτότυπες και εξόχως ποιητικές.

Οι νιόπαντροι περνάνε τα στάδια της επιθυμίας και της ανίας σε ένα ασυνήθιστο περιβάλλον, δίπλα σε ένα ασυνήθιστο πλήρωμα, και ο Βιγκό κατανοεί και εκφράζει πλήρως την πορεία και τις ιδιαίτερες συνθήκες, με ανάγλυφη και στιλπνή σκηνοθεσία, ειδικά αν συνειδητοποιήσουμε πως η ταινία γυρίστηκε στο 1934 στη Γαλλία. Οι χαρακτήρες είναι ταυτόχρονα δραματικοί και σάρκινοι, μακριά από τους αμερικάνικους τύπους της εποχής. Μέχρι την κάθαρση, που έπεται μιας επίσης εκπληκτικής σεκάνς όπου η Παρλό και Νταστέ, η νύφη και ο καπετάνιος σύζυγός της, είναι μόνοι τους σε διαφορετικά κρεβάτια και ψήνονται από επιθυμία, σχεδόν αυτοϊκανοποιούμενοι στη μοναξιά τους (τολμηρές εικόνες και τρομερά ερωτικές), η ταινία πλανάρει και μόνο η μουσική του Μορίς Ζομπέρ, ιδανική συνοδεία οργανικά δεμένη με τη λαϊκή, ρομαντική διάθεση της ταινίας, παραμένει μια αξιόπιστη σταθερά που κρατάει τα κομμάτια ενωμένα. Συνολικά, η Αταλάντη είναι μια προχωρημένη εξαίρεση καμωμένη με οίστρο και αταλάντευτο καλλιτεχνικό βλέμμα.