Προδημοσίευση: «Σκανδιναβική Μυθολογία» του Neil Gaiman

Προδημοσίευση: «Σκανδιναβική Μυθολογία» του Neil Gaiman Facebook Twitter
0

Η χρονιά που διανύουμε ήταν μία σπουδαία χρονιά για τον Neil Gaiman, καθώς το «American Gods» («Ο Πόλεμος των Θεών», εκδ. Οξύ 2004) ήταν μία από τις πιο μεγάλες επιτυχίες στην τηλεόραση διεθνώς, ενώ εδώ και ένα-ενάμιση μήνα έχει μπει για τα καλά μπροστά η παραγωγή του «Good Omens» («Καλοί Οιωνοί», εκδ. SΕΛΙΝΙ 2016), του βιβλίο που έγραψε μαζί με τον Terry Pratchett, σε μορφή μίνι σειράς που θα προβληθεί το '18.

Αναφορικά με την Ελλάδα, εκδόθηκε (επιτέλους) και στη γλώσσα μας το «Neverwhere» («Ποτέ και πουθενά», εκδ. Ίκαρος), και τώρα, έναν μήνα πριν αποχαιρετήσουμε τη χρονιά, πρόκειται να κυκλοφορήσει, πάλι από τη SΕΛΙΝΙ, το «Norse Mythology» («Σκανδιναβική Μυθολογία»), το τελευταίο του μέχρι σήμερα βιβλίο (μετάφραση Θωμάς Μαστακούρης). Από αυτό προδημοσιεύουμε σήμερα ένα κεφάλαιο. Ο Θωρ, ο Λόκι, η Άσγκαρντ – όλοι και όλα είναι εδώ.

Οι θησαυροί των Θεών

I

Η σύζυγος του Θωρ ήταν η πανέμορφη Σιφ, από τη γενιά των Αεζίρ. Ο Θωρ την αγαπούσε για τον χαρακτήρα της, τα γαλάζια μάτια της, το χλωμό της δέρμα, τα κόκκινα χείλη και το χαμόγελό της, αλλά και για τα μακριά μαλλιά της που είχαν το ίδιο χρώμα με ένα χωράφι βρώμης στο τέλος του καλοκαιριού.


Ο Θωρ ξύπνησε και κοίταξε έκπληκτος την κοιμισμένη Σιφ. Έξυσε τη γενειάδα του. Μετά άγγιξε τη γυναίκα του με το πελώριο χέρι του. «Τι έπαθες;» τη ρώτησε.


Εκείνη άνοιξε τα μάτια της, που είχαν το χρώμα του καλοκαιριάτικου ουρανού. «Μα τι λες, τώρα;» τον ρώτησε και μετά κούνησε το κεφάλι της με απορημένη όψη. Τα δάχτυλά της πασπάτεψαν επιφυλακτικά το γυμνό, ροδαλό δέρμα του κεφαλιού της. Μετά, κοίταξε έντρομη τον Θωρ.


«Τα μαλλιά μου!» ήταν τα μόνα λόγια που είπε.
Ο Θωρ έγνεψε με το κεφάλι. «Εξαφανίστηκαν», της είπε. «Σε άφησε φαλακρή».
«Ποιος;» ρώτησε η Σιφ.


Ο Θωρ δεν αποκρίθηκε. Ζώστηκε την Μεγκινγκγιόρντ, τη ζώνη της δύναμης, που διπλασίαζε την ήδη τεράστια δύναμή του. «Ο Λόκι», είπε τελικά. «Ο Λόκι το έκανε.


«Γιατί το λες αυτό;» είπε η Σιφ, πασπατεύοντας απελπισμένα το γυμνό της κεφάλι, λες και το γοργό άγγιγμα των δαχτύλων της θα μπορούσε να κάνει τα μαλλιά της να επιστρέφουν.


«Επειδή», απάντησε ο Θωρ, «όταν κάτι πάει στραβά, το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι είναι πως φταίει ο Λόκι. Μ' αυτό τον τρόπο γλιτώνω από πολλή σκέψη».


Ο Θωρ βρήκε την πόρτα του Λόκι κλειδωμένη και πέρασε από μέσα της, αφού την έκανε κομμάτια. Άρπαξε τον Λόκι και απλώς τον ρώτησε: «Γιατί;»


«Γιατί τι;» Το πρόσωπο του Λόκι είχε μια έκφραση απόλυτης αθωότητας.


«Τα μαλλιά της Σιφ. Τα χρυσαφένια μαλλιά της γυναίκας μου. Ήταν τόσο όμορφα. Γιατί τα έκοψες;»


Εκατό εκφράσεις πέρασαν αστραπιαία από το πρόσωπο του Λόκι: πονηριά και διπροσωπία, κακία και σύγχυση. Ο Θωρ τον ταρακούνησε. Εκείνος χαμήλωσε το κεφάλι και προσπάθησε να δείξει ντροπή. «Είχε πλάκα», είπε. «Ήμουν μεθυσμένος».


Το βλέμμα του Θωρ συννέφιασε. «Τα μαλλιά της Σιφ ήταν το καμάρι της. Τώρα όλοι θα φανταστούν πως κάποιος της τα έκοψε για τιμωρία. Πως έκανε κάτι που δεν έπρεπε να κάνει, με κάποιον που δεν έπρεπε να βρίσκεται μαζί του».


«Πράγματι, μάλλον κάτι τέτοιο θα σκεφτούν», είπε ο Λόκι. «Δυστυχώς, μιας και της τα αφαίρεσα μαζί με τις ρίζες, θα περάσει την υπόλοιπη ζωή της εντελώς φαλακρή...»


«Όχι, αποκλείεται να συμβεί κάτι τέτοιο». Ο Θωρ κρατούσε τον Λόκι ψηλά πάνω από το κεφάλι του, με πρόσωπο αγριεμένο σαν τον κεραυνό.


«Φοβάμαι πως έτσι θα γίνει. Υπάρχουν όμως καπέλα και μαντήλια.»


«Δεν πρόκειται να περάσει τη ζωή της φαλακρή», είπε ο Θωρ. «Κι αυτό γιατί, αν δεν ξαναβάλεις τα μαλλιά στο κεφάλι της αυτή τη στιγμή, Λόκι, γιε της Λάουφι, θα σπάσω κάθε κόκαλο στο κορμί σου. Δεν θ' αφήσω ούτε ένα. Και αν τα μαλλιά της δεν φυτρώσουν και πάλι κανονικά, θα έρχομαι κάθε μέρα και θα σπάω ξανά όλα σου τα κόκαλα. Αν το κάνω κάθε μέρα, σίγουρα κάποια στιγμή θα αποκτήσω εμπειρία», συνέχισε και η φωνή του ακούστηκε κάπως πιο αισιόδοξη.


«Όχι, δεν γίνεται να της ξαναβάλω τα μαλλιά στη θέση τους. Δεν λειτουργεί έτσι το πράγμα».


«Σήμερα, ίσως να μου πάρει μια ώρα για να σπάσω κάθε κόκαλο στο κορμί σου», είπε σκεφτικός ο Θωρ. «Όμως βάζω στοίχημα ότι με την εξάσκηση θα μπορώ να το κάνω μέσα σε δεκαπέντε λεπτά. Θα είναι ενδιαφέρον να το ανακαλύψω». Ξεκίνησε σπάζοντας το πρώτο κόκαλο.


«Οι Νάνοι!» στρίγκλισε ο Λόκι.


«Δεν κατάλαβα;»


«Οι Νάνοι! Μπορούν να φτιάξουν οτιδήποτε. Θα μπορούσαν να φτιάξουν και χρυσά μαλλιά για την Σιφ, μαλλιά που θα δέσουν πάνω στο κρανίο της και θα συνεχίσουν να μεγαλώνουν κανονικά. τέλεια χρυσά μαλλιά. Μπορούν να το κάνουν. Σ' το ορκίζομαι».


«Τότε, το καλό που σου θέλω να πας και να τους μιλήσεις», είπε ο Θωρ και άφησε τον Λόκι να πέσει με το κεφάλι στο πάτωμα.


Ο Λόκι σηκώθηκε τρεκλίζοντας και απομακρύνθηκε βιαστικά, πριν ο Θωρ προλάβει να του σπάσει κι άλλα κόκαλα.


Φόρεσε τα ιπτάμενα παπούτσια του που του επιτρέπουν να ταξιδεύει στον ουρανό και πήγε στο Σβαρταλφχάιμ, εκεί όπου έχουν τα εργαστήριά τους οι νάνοι. Θεωρούσε πως οι πιο επινοητικοί τεχνίτες ανάμεσά τους ήταν οι τρεις νάνοι που ήταν γνωστοί ως γιοι του Ιβάλντι.


Ο Λόκι πήγε στο υπόγειο καμίνι τους. «Γεια σας, γιοι του Ιβάλντι», είπε. «Ρώτησα τριγύρω και μου είπαν ότι ο Μπροκ και ο Έιτρι, ο αδελφός του, είναι οι καλύτεροι νάνοι τεχνίτες που υπάρχουν ή υπήρξαν ποτέ».


«Κάνεις λάθος», απάντησε ένας από τους γιους του Ιβάλντι. «Οι καλύτεροι τεχνίτες είμαστε εμείς».


«Είμαι σίγουρος ότι ο Μπροκ και ο Έιτρι μπορούν να φτιάξουν θησαυρούς σαν αυτούς που φτιάχνετε κι εσείς».


«Ψέματα!» είπε ο ψηλότερος από τους γιους του Ιβάλντι. «Δεν θα εμπιστευόμουν αυτούς τους αδέξιους ανίκανους ούτε για να πεταλώσουν ένα άλογο».


Ο πιο μικρόσωμος και πιο σοφός από τα αδέλφια ανασήκωσε τους ώμους του. «Ό,τι κι αν φτιάξουν αυτοί, εμείς μπορούμε να το φτιάξουμε καλύτερα».


«Άκουσα ότι σας έστειλαν μια πρόκληση για τρεις θησαυρούς», είπε ο Λόκι. «Οι θεοί του Αεζίρ θα κρίνουν ποιος έφτιαξε τον καλύτερο θησαυρό. Και με την ευκαιρία, πρέπει να διευκρινίσω ότι ένας από τους θησαυρούς θα πρέπει να είναι μαλλιά. Τέλεια μαλλιά από χρυσάφι που θα μεγαλώνουν συνεχώς».


«Μπορούμε να το κάνουμε», είπε ένας από τους γιους του Ιβάλντι. Ακόμα και ο Λόκι δυσκολευόταν να τους ξεχωρίσει μεταξύ τους.
Ο Λόκι πήγε στην πέρα πλαγιά του βουνού να συναντήσει τον νάνο που ονομαζόταν Μπροκ, στο εργαστήρι που μοιραζόταν με τον αδελφό του, τον Έιτρι. «Οι γιοι του Ιβάλντι φτιάχνουν τρεις θησαυρούς για να τους προσφέρουν ως δώρα στους Αεζίρ», είπε ο Λόκι. «Οι θεοί θα κρίνουν την αξία των θησαυρών. Οι γιοι του Ιβάλντι με στέλνουν για να σας πω ότι είναι σίγουροι πως εσύ και ο αδελφός σου ο Έιτρι δεν μπορείτε να φτιάξετε πράγματα το ίδιο καλά με τα δικά τους. Σας ονομάζουν αδέξιους ανίκανους ».


Ο Μπροκ δεν ήταν ηλίθιος. «Λόκι, αυτό μου φαίνεται πολύ ύποπτο», είπε. «Είσαι σίγουρος πως δεν είναι δική σου δουλειά; Το τέχνασμα της διχόνοιας ανάμεσα σε μένα και τον Έιτρι και τους γιούς του Ιβάλντι μοιάζει με κάτι που θα μπορούσες να έχεις σκαρώσει εσύ».


Ο Λόκι τον κοίταξε όσο πιο αθώα μπορούσε. «Δεν έχω καμιά σχέση με όλ' αυτά», είπε. «Απλώς σκέφτηκα πως έπρεπε να σας το πω».
«Και δεν έχεις κανένα προσωπικό όφελος απ' αυτή τη δουλειά;» ρώτησε ο Μπροκ.


«Απολύτως κανένα».


Ο Μπροκ έγνεψε και κοίταξε τον Λόκι. Ο αδελφός του Μπροκ, ο Έιτρι, ήταν μεγάλος τεχνίτης, αλλά ο Μπροκ ήταν ο εξυπνότερος από τους δύο και ο πιο αποφασισμένος. «Τότε, λοιπόν, ευχαρίστως θα συναγωνιστούμε τους γιους του Ιβάλντι σε μια δοκιμασία δεξιοτήτων που θα κρίνουν οι θεοί. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι ο Έιτρι μπορεί να φτιάξει καλύτερα και πιο περίτεχνα αντικείμενα από το σόι του Ιβάλντι. Όμως, ας κάνουμε το ζήτημα και λίγο προσωπικό. Τι λες, Λόκι;»


«Τι έχεις κατά νου;» ρώτησε ο Λόκι.


«Το κεφάλι σου», είπε ο Μπροκ. «Αν κερδίσουμε σε αυτό τον διαγωνισμό, θα πάρουμε το κεφάλι σου, Λόκι. Συμβαίνουν πολλά πράγματα μέσα σ αυτό το κεφάλι και είμαι σίγουρος ότι ο Έιτρι θα μπορούσε να το μετατρέψει σε μια θαυμάσια συσκευή. Μια σκεπτόμενη μηχανή, ίσως. Ή ένα μελανοδοχείο».


Ο Λόκι εξακολούθησε να χαμογελάει, αλλά μέσα του ήταν ανάστατος. Η μέρα είχε ξεκινήσει πολύ καλά. Το μόνο που είχε να κάνει, ήταν να φροντίσει ώστε ο Έιτρι και ο Μπροκ να χάσουν στον διαγωνισμό. Οι θεοί θα έπαιρναν έξι θαυμαστά πράγματα από τους νάνους και η Σιφ θα αποκτούσε τα χρυσά μαλλιά της. Άλλωστε, ήταν ο Λόκι.


«Ασφαλώς», απάντησε. «Το κεφάλι μου. Κανένα πρόβλημα».


Στην άλλη πλαγιά του βουνού, οι γιοι του Ιβάλντι έφτιαχναν τους θησαυρούς τους. Ο Λόκι δεν ανησυχούσε γι' αυτούς, αλλά ήθελε να σιγουρευτεί ότι ο Μπροκ και ο Έιτρι δεν θα νικούσαν.


Ο Μπροκ και ο Έιτρι μπήκαν στο καμίνι τους. Το σκοτάδι φωτιζόταν μόνο από την πορτοκαλί λάμψη που ανάδιναν τα κάρβουνα. Ο Έιτρι πήρε από ένα ράφι το τομάρι ενός γουρουνιού και το έριξε μέσα στο καμίνι. «Το φύλαγα γι' αυτό ακριβώς», είπε.


Ο Μπροκ κούνησε το κεφάλι του.


«Ωραία, λοιπόν», είπε ο Έιτρι. «Εσύ, Μπροκ, θα δουλεύεις το φυσερό. Δούλευε το συνεχώς. Χρειάζομαι μια σταθερά υψηλή θερμοκρασία, γιατί διαφορετικά δεν θα γίνει δουλειά. Τρόμπαρε! Τρόμπαρε!»


Ο Μπροκ άρχισε να δουλεύει το φυσερό, στέλνοντας ένα ρεύμα αέρα πλούσιο σε οξυγόνο μέσα στην καρδιά του καμινιού και ανεβάζοντας την θερμοκρασία του. Το είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν. Ο Έιτρι παρακολουθούσε μέχρι που ικανοποιήθηκε από το αποτέλεσμα.


Ο Έιτρι έφυγε για να δουλέψει το δημιούργημά του έξω από το καμίνι. Καθώς άνοιγε την πόρτα για να βγει, ένα πελώριο μαύρο έντομο μπήκε μέσα πετώντας. Δεν ήταν αλογόμυγα ούτε και ελαφόμυγα, αλλά κάτι μεγαλύτερο και από τις δύο. Άρχισε να κάνει κύκλους μέσα στο δωμάτιο, μ' έναν τρόπο πολύ κακόβουλο.


Ο Μπροκ μπορούσε ν' ακούσει τον θόρυβο από τα σφυριά του Έιτρι έξω από το καμίνι, τους ήχους από λιμάρισμα, στρίψιμο, ακόνισμα και σφυροκόπημα.


Η μεγάλη μαύρη μύγα -ήταν η μεγαλύτερη και πιο μαύρη μύγα που έχετε δει ποτέ- κάθισε πάνω στην ανάστροφη της παλάμης του Μπροκ.


Και τα δυο χέρια του Μπροκ ήταν στο φυσερό και δεν σταμάτησε για να διώξει τη μύγα που τον δάγκωσε άγρια.


Ο Μπροκ συνέχισε να δουλεύει το φυσερό.


Η πόρτα άνοιξε· μπήκε ο Έιτρι και έβγαλε προσεκτικά το τεχνούργημα από το καμίνι. Φαινόταν να είναι ένας πελώριος κάπρος με τρίχες από λαμπερό χρυσάφι.


«Καλή δουλειά», είπε ο Έιτρι. «Αν η φωτιά ήταν λίγο πιο χαμηλή ή λίγο πιο δυνατή, θα χάναμε τον χρόνο μας».


«Κι εσύ έκανες καλή δουλειά», είπε ο Μπροκ.


Η μαύρη μύγα κάθισε σε μια γωνία του ταβανιού, βράζοντας από θυμό και νεύρα.


Ο Έιτρι πήρε ένα κομμάτι χρυσάφι και το τοποθέτησε μέσα στο καμίνι. «Ωραία», είπε. «Αυτό το επόμενο θα τους εντυπωσιάσει. Μόλις φωνάξω, άρχισε να τρομπάρεις με το φυσερό και ό,τι κι αν συμβεί μην ελαττώσεις και μην αυξήσεις τον ρυθμό σου, αλλά και μη σταματήσεις. Η δουλειά αυτή είναι πολύ ευαίσθητη».


«Κατάλαβα», είπε ο Μπροκ.


Ο Έιτρι βγήκε από το δωμάτιο κι έπιασε αμέσως δουλειά. Ο Μπροκ περίμενε μέχρι ν' ακούσει το κάλεσμα του Έιτρι κι άρχισε δουλεύει το φυσερό.


Η μαύρη μύγα έκανε αργά τον γύρο του δωματίου και μετά προσγειώθηκε στον λαιμό του Μπροκ. Το έντομο τραβήχτηκε απαλά για ν αποφύγει ένα ρυάκι ιδρώτα, επειδή ο αέρας μέσα στο καμίνι ήταν καυτός. Μετά, δάγκωσε το λαιμό του Μπροκ όσο πιο δυνατά μπορούσε.


Άλικο αίμα ανακατεύτηκε με τον ιδρώτα του Μπροκ, αλλά ο νάνος δεν σταμάτησε να τρομπάρει.


Ο Έιτρι επέστρεψε κι έβγαλε από το καμίνι ένα πυρωμένο περιβραχιόνιο. Για να το κρυώσει, το έριξε μέσα στην πέτρινη δεξαμενή του εργαστηρίου, προκαλώντας ένα σύννεφο ατμού. Το περιβραχιόνιο κρύωσε· από πορτοκαλί έγινε κόκκινο και στη συνέχεια χρυσαφένιο.
«Το ονομάζω Ντράουπνιρ», είπε ο Έιτρι.


«Το Στάξιμο; Παράξενο όνομα για βραχιόλι», παρατήρησε ο Μπροκ.


«Όχι γι' αυτό το συγκεκριμένο», είπε ο Έιτρι και εξήγησε στον Μπροκ τι το πολύ ιδιαίτερο είχε το περιβραχιόνιο.


«Και τώρα», είπε ο Έιτρι, «θέλω να φτιάξω κάτι που είχα κατά νου πολύ καιρό. Θα είναι το αριστούργημά μου. Όμως είναι πιο δύσκολο από τα άλλα δύο. Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι...»


«Να τρομπάρω χωρίς να σταματήσω ούτε στιγμή», συμπλήρωσε ο Μπροκ.


«Ακριβώς. Περισσότερο από πριν. Μην αλλάξεις ρυθμό, αλλιώς ολόκληρη η προσπάθεια θα πάει στράφι». Ο Έιτρι σήκωσε ένα κομμάτι σίδερο, μεγαλύτερο από οποιοδήποτε σιδηρομετάλλευμα είχε δει ποτέ η μαύρη μύγα (που ήταν ο Λόκι μεταμορφωμένος) και το έριξε μέσα στο καμίνι.


Βγήκε από το δωμάτιο, φωνάζοντας στον Μπροκ ν' αρχίσει το τρομπάρισμα.


Ο Μπροκ άρχισε να δουλεύει το φυσερό και ο ήχος από τα σφυριά του Έιτρι άρχισε ν' ακούγεται δυνατός καθώς ο Έιτρι τραβούσε, μορφοποιούσε και συγκολλούσε.


Ο Λόκι, με τη μορφή της μύγας, έκρινε πως δεν είχε άλλο χρόνο για λεπτότητες. Το αριστούργημα του Έιτρι θα ήταν κάτι που θα εντυπωσίαζε τους θεούς και αν οι θεοί εντυπωσιάζονταν αρκετά, θα έχανε το κεφάλι του. Ο Λόκι προσγειώθηκε ανάμεσα στα μάτια του Μπροκ και άρχισε να δαγκώνει τα βλέφαρα του νάνου. Παρ' όλο που τα μάτια του έτσουζαν, ο νάνος συνέχισε να δουλεύει το φυσερό. Ο Λόκι δάγκωσε πιο άγρια, πιο βαθιά και πιο απελπισμένα. Το αίμα κύλησε από τα βλέφαρα του νάνου μέσα στα μάτια του και τον τύφλωσε. Ο Μπροκ ανοιγόκλεισε τα μάτια και κούνησε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά. Μετά, φύσηξε με δύναμη τη μύγα. Δεν κατάφερε τίποτα. Η μύγα εξακολούθησε να τον δαγκώνει και ο νάνος δεν μπορούσε πια να δει τίποτα εκτός από αίμα. Μια δυνατή σουβλιά διαπέρασε το κεφάλι του.


Ο Μπροκ μέτρησε και, την ώρα που κατέβαζε τις λαβές του φυσερού, τράβηξε απότομα το ένα του χέρι και χτύπησε τη μύγα με τόση δύναμη, που ο Λόκι μόλις και μετά βίας γλίτωσε τη ζωή του. Ο Μπροκ ξανάπιασε το φυσερό κι εξακολούθησε να τρομπάρει.
«Αρκετά», φώναξε ο Έιτρι.


Η μαύρη μύγα πέταξε ανήσυχα μέσα στο δωμάτιο. Ο Έιτρι άνοιξε την πόρτα και την άφησε να ξεφύγει.


Ο Έιτρι κοίταξε με απογοήτευση τον αδελφό του. Το πρόσωπο του Μπροκ ήταν σκεπασμένο από αίμα και ιδρώτα. «Δεν ξέρω τι παιχνίδια έπαιζες», του είπε, «αλλά κόντεψες να τα καταστρέφεις όλα. Η θερμοκρασία εξαπλώθηκε παντού και ίσως το τεχνούργημα να μην είναι τόσο εντυπωσιακό όσο έλπιζα. Θα δούμε».


Παίρνοντας την αρχική του μορφή, ο Λόκι πέρασε από την ανοιχτή πόρτα. «Είναι όλα έτοιμα για τον διαγωνισμό;» ρώτησε.
«Ο Μπροκ μπορεί να πάει στην Άσγκαρντ, να παρουσιάσει τα δώρα μου στους θεούς και να σου κόψει το κεφάλι», είπε ο Έιτρι. «Εγώ προτιμώ να μένω εδώ, στο εργαστήρι μου, και να δημιουργώ πράγματα».


Ο Μπροκ κοίταξε τον Λόκι μέσα από τα πρησμένα του βλέφαρα. «Ανυπομονώ να σου πάρω το κεφάλι», είπε. «Το ζήτημα είναι προσωπικό».

II

Στην Άσγκαρντ, τρεις θεοί κάθονταν στους θρόνους τους: ο μονόφθαλμος Όντιν, ο Πατέρας των Πάντων, ο κοκκινογένης Θωρ, ο Κύριος των κεραυνών, και ο όμορφος Φρέι, ο θεός του καλοκαιρινού θερισμού. Αυτοί θα ήταν οι κριτές.


Ο Λόκι στάθηκε μπροστά τους, πλάι στους τρεις σχεδόν ολόιδιους γιους του Ιβάλντι.


Ο μαυρογένης Μπροκ, κατσούφης και ολομόναχος, στεκόταν παράμερα, έχοντας όσα πράγματα είχε φέρει μαζί του κρυμμένα κάτω από σεντόνια.


«Λοιπόν», είπε ο Όντιν. «Τι ακριβώς θα κρίνουμε;»


«Θησαυρούς», είπε ο Λόκι. «Οι γιοι του Ιβάλντι έφτιαξαν δώρα για σένα, μεγάλε Όντιν, όπως επίσης και για τον Θωρ και τον Φρέι. Το ίδιο έκαναν ο Έιτρι και ο Μπροκ. Εσείς θα κρίνετε ποιο από τα έξι τεχνουργήματα είναι ο καλύτερος θησαυρός. Εγώ θα σας παρουσιάσω τα δώρα που έφτιαξαν οι γιοι του Ιβάλντι».


Παρουσίασε στον Όντιν το δόρυ που ονομαζόταν Γκούνγκνιρ. Ήταν ένα πανέμορφο όπλο και είχε σκαλισμένους επάνω του περίπλοκους ρούνους.


«Διαπερνά τα πάντα και, όταν το εκτοξεύεις, βρίσκει πάντα τον στόχο του», είπε ο Λόκι. Στο κάτω-κάτω, ο Όντιν είχε μόνο ένα μάτι και μερικές φορές η στόχευσή του δεν ήταν τέλεια. «Όμως, το πιο σημαντικό είναι πως οποιοσδήποτε όρκος δοθεί πάνω σε αυτό το δόρυ δεν σπάει ποτέ».


Ο Όντιν ζύγισε το όπλο μέσα στο χέρι του. «Είναι πολύ ωραίο», ήταν το μόνο που είπε.


«Κι εδώ έχουμε έναν καταρράχτη από χρυσά μαλλιά», είπε ο Λόκι με υπερηφάνεια. «Είναι φτιαγμένα από αληθινό χρυσάφι. Κολλάνε πάνω στο κεφάλι εκείνου που τα χρειάζεται και στη συνέχεια μεγαλώνουν και συμπεριφέρονται σαν αληθινά μαλλιά. Είναι εκατό χιλιάδες χρυσές τρίχες.


«Θα τα δοκιμάσω», είπε ο Θωρ. «Σιφ, έλα εδώ».


Η Σιφ σηκώθηκε και πλησίασε, με το κεφάλι σκεπασμένο. Όταν έβγαλε το μαντήλι, οι θεοί έμειναν έκπληκτοι βλέποντας το γυμνό και ροδαλό κρανίο της. Εκείνη τοποθέτησε τη χρυσή περούκα των νάνων στο κεφάλι της και την τίναξε προς τα πίσω. Όλοι είδαν τη βάση της περούκας να γίνεται ένα με το τριχωτό του κρανίου και η Σιφ στάθηκε μπροστά τους πιο λαμπερή και όμορφη από ποτέ.
«Εντυπωσιακό», είπε ο Θωρ. «Έκανες καλή δουλειά!»


Η Σιφ τίναξε πίσω τα μαλλιά της και βγήκε από την αίθουσα του ανακτόρου για να δείξει το καινούριο της απόκτημα στις φίλες της.
Το τελευταίο από τα θαυμαστά δώρα των γιων του Ιβάλντι ήταν μικρό και διπλωμένο σαν ύφασμα. Ο Λόκι το απόθεσε μπροστά στον Φρέι.


«Τι είναι αυτό;» είπε αδιάφορα ο Φρέι. «Μοιάζει με μεταξωτό μαντίλι».


«Πράγματι», είπε ο Λόκι. «Αν όμως το ξεδιπλώσεις, θα ανακαλύψεις πως είναι ένα πλοίο που ονομάζεται Σκιθμπλάθνιρ. Θα έχει πάντα ούριο άνεμο στα πανιά του, οπουδήποτε κι αν ταξιδέψει. Και, παρόλο που είναι το μεγαλύτερο πλοίο που μπορείς να φανταστείς, όπως θα δεις διπλώνει σαν ύφασμα και χωράει στο δισάκι σου».


Ο Φρέι εντυπωσιάστηκε και ο Λόκι ανακουφίστηκε. Τα τρία δώρα ήταν εξαιρετικά.


Τώρα, ήταν η σειρά του Μπροκ. Τα βλέφαρά του ήταν κόκκινα και πρησμένα και είχε μια τεράστια καντήλα από δάγκωμα εντόμου στο πλάι του λαιμού του. Ο Λόκι σκέφτηκε πως ο Μπροκ έδειχνε υπερβολικά μεγάλη αυτοπεποίθηση, ειδικά αφότου είχε δει τα θαυμαστά κατασκευάσματα των γιων του Ιβάλντι.


Ο Μπροκ έβγαλε το χρυσό βραχιόλι για το μπράτσο και το απόθεσε μπροστά στον ψηλό θρόνο του Όντιν. «Αυτό το βραχιόλι ονομάζεται Ντράουπνιρ», είπε ο Μπροκ, «επειδή κάθε ένατη νύχτα στάζουν από μέσα του οκτώ χρυσά βραχιόλια παρόμοιας ομορφιάς. Μπορείς να τα μοιράζεις ως ανταμοιβή ή να τα αποθησαυρίζεις, ώστε τα πλούτη σου να αυξάνουν».


Ο Όντιν εξέτασε το βραχιόλι και μετά το πέρασε στο χέρι του και το ανέβασε ψηλά στο μπράτσο του. «Είναι πολύ όμορφο», είπε.
Ο Λόκι θυμήθηκε πως ο Όντιν είχε πει το ίδιο ακριβώς πράγμα και για το δόρυ.


Ο Μπροκ πλησίασε τον Φρέι. Σήκωσε ένα ύφασμα και αποκάλυψε έναν πελώριο κάπρο με τρίχωμα από χρυσάφι.


«Αυτός είναι ένας κάπρος που έφτιαξε ο αδελφός μου για να σέρνει το άρμα σου», είπε. «Μπορεί να τρέξει στον ουρανό και πάνω απ' το νερό πιο γρήγορα κι από το γρηγορότερο άλογο. Δεν θα υπάρξει ποτέ νύχτα τόσο σκοτεινή ώστε οι χρυσές του τρίχες να μην προσφέρουν αρκετό φως για να βλέπεις τι κάνεις. Ποτέ δεν θα κουραστεί και ποτέ δεν θα σε προδώσει. Ονομάζεται Γκουλινμπέρστι, ο Χρυσοτρίχης».


Ο Φρέι φάνηκε να εντυπωσιάζεται, αλλά ο Λόκι σκέφτηκε πως το μαγικό πλοίο που μπορεί να διπλωθεί σαν ύφασμα ήταν εξίσου εντυπωσιακό με έναν ασταμάτητο κάπρο που έλαμπε στο σκοτάδι. Το κεφάλι του Λόκι ήταν απολύτως ασφαλές. Το τελευταίο δώρο που ετοιμαζόταν να παρουσιάσει ο Μπροκ ήταν εκείνο που, με την παρέμβαση του Λόκι, είχε βγει ελαττωματικό.


Κάτω από το ύφασμα υπήρχε ένα σφυρί. Ο Μπροκ το πήρε και το άφησε μπροστά στον Θωρ.


Εκείνος το κοίταξε και ρούφηξε τη μύτη του επιφυλακτικά.


«Βλέπω πως η λαβή του είναι κάπως κοντή», είπε.


Ο Μπροκ έγνεψε καταφατικά. «Πράγματι», απάντησε. «Το λάθος είναι δικό μου. εγώ δούλευα το φυσερό. Πριν όμως το απορρίψεις, επίτρεψέ μου να σου πω τι κάνει αυτό το σφυρί μοναδικό. Ονομάζεται Μγιόλνιρ: που φέρνει τον κεραυνό. Πρώτα-πρώτα, δεν σπάει με τίποτα· όσο δυνατά κι αν χτυπήσεις κάτι μ' αυτό, το σφυρί παραμένει ανέπαφο».


Ο Θωρ φάνηκε να ενδιαφέρεται. Είχε σπάσει ήδη πολλά όπλα με το πέρασμα των χρόνων, συνήθως χτυπώντας μ' αυτά διάφορα αντικείμενα.


«Αν εκτοξεύσεις το σφυρί, δεν θα αστοχήσει ποτέ».


Ο Θωρ έδειξε ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Είχε χάσει πολλά εξαιρετικά όπλα πετώντας τα σε πράγματα που τον εκνεύριζαν, και είχε αστοχήσει, βλέποντάς τα να χάνονται για πάντα στον ορίζοντα.


«Όσο μακριά ή δυνατά κι αν το πετάξεις, αυτό θα επιστρέφει πάντα στο χέρι σου».


Τώρα, ο Θωρ χαμογελούσε κι αυτό δεν ήταν κάτι που ο θεός του κεραυνού έκανε συχνά.


«Μπορείς ν' αλλάξεις και το μέγεθός του. Μπορεί να μεγαλώσει, αλλά και να γίνει τόσο μικρό, που, αν θες, να μπορείς να το κρύψεις μέσα στο πουκάμισό σου».


Ο Θωρ χτύπησε τα χέρια του με ενθουσιασμό και σε ολόκληρη την Άσγκαρντ αντήχησαν μπουμπουνητά.


«Ωστόσο», κατέληξε ο Μπροκ μελαγχολικά, «όπως παρατήρησες κι εσύ, η λαβή του σφυριού είναι πράγματι κοντή. Το φταίξιμο είναι δικό μου. Δεν κατάφερα να τρομπάρω σωστά το φυσερό την ώρα που ο αδελφός μου, ο Έιτρι, το σφυρηλατούσε».


«Το μήκος της λαβής είναι ένα δευτερεύον πρόβλημα αισθητικής», είπε ο Θωρ. «Το σφυρί αυτό θα μας προστατεύει από τους γίγαντες των πάγων. Είναι, πραγματικά, το καλύτερο δώρο που έχω δει».


«Θα προστατεύει την Άσγκαρντ και όλους εμάς», είπε επιδοκιμαστικά ο Όντιν.


«Αν ήμουν γίγαντας, θα έτρεμα τον Θωρ αν κρατούσε αυτό το σφυρί», είπε ο Φρέι.


«Πράγματι. Είναι ένα εξαιρετικό σφυρί. Όμως, Θωρ, τι λες για τα μαλλιά; Τα καινούρια, πανέμορφα χρυσά μαλλιά της Σιφ;» ρώτησε ο Λόκι με ένα ίχνος απελπισίας.


«Τι; Α, ναι. Τα μαλλιά της γυναίκας μου είναι πολύ όμορφα», είπε ο Θωρ. «Τώρα, Μπροκ, δείξε μου πώς μπορώ να μεγαλώνω και να μικραίνω το σφυρί».


«Το σφυρί του Θωρ είναι καλύτερο, ακόμη και από το θαυμαστό μου δόρυ και το εξαιρετικό βραχιόλι», είπε ο Όντιν κουνώντας το κεφάλι.


«Είναι σπουδαιότερο και πιο εντυπωσιακό και από το πλοίο και τον κάπρο μου», παραδέχθηκε και ο Φρέι. «Θα κρατάει τους θεούς της Άσγκαρντ ασφαλείς».


Οι θεοί χτύπησαν επιδοκιμαστικά τον Μπροκ στην πλάτη και του είπαν πως αυτός και ο Έιτρι είχαν κατασκευάσει το καλύτερο δώρο που είχε δοθεί ποτέ.


«Χαίρομαι που το ακούω», είπε ο Μπροκ και στράφηκε προς το μέρος του Λόκι. «Τώρα, γιε της Λάουφι, θα σου κόψω το κεφάλι και θα το πάρω μαζί μου. Ο Έιτρι θα χαρεί πολύ. Ίσως μπορέσει να το μετατρέψει σε κάτι χρήσιμο».


«Θα... θα δώσω λύτρα για το κεφάλι μου», είπε ο Λόκι. «Μπορώ να σου προσφέρω θησαυρούς».


«Ο Έιτρι κι εγώ έχουμε όλους τους θησαυρούς που χρειαζόμαστε», απάντησε ο Μπροκ. «Τους θησαυρούς τούς φτιάχνουμε εμείς. Όχι, Λόκι, θέλω το κεφάλι σου».


Ο Λόκι έμεινε για μια στιγμή σκεφτικός κι ύστερα είπε: «Τότε μπορείς να το πάρεις. Αν με πιάσεις». Ο Λόκι πήδηξε στον αέρα και αιωρήθηκε πάνω απ' τα κεφάλια τους. Μετά από μερικές στιγμές είχε χαθεί.


Ο Μπροκ κοίταξε τον Θωρ. «Μπορείς να τον πιάσεις;»


Ο Θωρ ανασήκωσε τους ώμους. «Κανονικά δεν θα έπρεπε», είπε, «αλλά θέλω πολύ να δοκιμάσω το σφυρί μου».


Μέσα σε λίγα λεπτά, ο Θωρ είχε επιστρέφει, κρατώντας σφιχτά τον Λόκι που κοίταζε με ανήμπορη οργή.


Ο Μπροκ έβγαλε το μαχαίρι του. «Έλα εδώ, Λόκι», είπε. «Θα σου κόψω το κεφάλι».


«Ασφαλώς», είπε ο Λόκι. «Ασφαλώς και μπορείς να μου κόψεις το κεφάλι. Όμως -κάνω έκκληση μπροστά στον πανίσχυρο Όντιν- αν κόψεις οποιοδήποτε κομμάτι του λαιμού μου, παραβιάζεις τους όρους της συμφωνίας μας, με την οποία σου υποσχέθηκα μόνο το κεφάλι μου και τίποτα περισσότερο».


Ο Όντιν συμφώνησε. «Ο Λόκι έχει δίκιο», είπε. «Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να κόψεις το λαιμό του».


Ο Μπροκ εκνευρίστηκε. «Μα δεν μπορώ να του κόψω το κεφάλι χωρίς να του κόψω το λαιμό», είπε.


Ο Λόκι έδειχνε ικανοποιημένος με τον εαυτό του. «Βλέπεις», είπε, «αν ο καθένας σκεφτόταν καλύτερα την σαφήνεια των λόγων του, δεν θα τολμούσε ποτέ να τα βάλει με τον Λόκι, τον σοφότερο, τον εξυπνότερο, τον πονηρότερο, τον ομορφότερο...»


Ο Μπροκ ψιθύρισε μια πρόταση στον Όντιν. «Αυτό θα ήταν δίκαιο», συμφώνησε ο Όντιν.


Ο Μπροκ έβγαλε μια δερμάτινη λωρίδα και ένα μαχαίρι. Τύλιξε τη λωρίδα γύρω από το στόμα του Λόκι και μετά προσπάθησε να τρυπήσει το δέρμα με την αιχμή του μαχαιριού του.


«Δεν πιάνει», είπε ο νάνος. «Το μαχαίρι μου δεν μπορεί να σε κόψει».


«Φρόντισα να αποκτήσω προστασία από κάθε είδους λεπίδα», είπε με μετριοπάθεια ο Λόκι «Για την περίπτωση που δεν έπιανε το κόλπο με το λαιμό. Φοβάμαι πως καμιά λεπίδα δεν μπορεί να με κόψει!»


Ο Μπροκ γρύλισε, έβγαλε ένα μυτερό σουβλί απ' αυτά που χρησιμοποιούνται στην κατεργασία των δερμάτων και το έμπηξε μέσα στο δέρμα, ανοίγοντας τρύπες στα χείλη του Λόκι. Μετά, πήρε ένα σκληρό νήμα και έραψε τα χείλη του Λόκι μεταξύ τους.


Ο Μπροκ απομακρύνθηκε, αφήνοντας τον Λόκι με το στόμα ραμμένο· ανίκανο να διαμαρτυρηθεί.


Για τον Λόκι, ο πόνος από την αδυναμία του να μιλήσει ήταν μεγαλύτερος από εκείνον που του προκαλούσαν τα ραμμένα χείλη του.
Τώρα, λοιπόν, ξέρετε πως απόκτησαν οι θεοί τους μεγαλύτερους θησαυρούς τους. Από ένα λάθος του Λόκι. Ακόμα και το σφυρί του Θωρ οφείλεται σε ένα λάθος του Λόκι. Αυτό είναι πάντα το πρόβλημα με τον Λόκι: τον μισείς ακόμα και τις στιγμές που νιώθεις γι' αυτόν μεγάλη ευγνωμοσύνη και τον ευγνωμονείς ακόμα και τις στιγμές που τον μισείς περισσότερο.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Από τον Όμηρο στον Tolkien και τον George R.R. Martin: Ποια είναι η Μυθολογία που (συνήθως) δεν γνωρίζουμε;

Mικροπράγματα / Από τον Όμηρο στον Tolkien και τον George R.R. Martin: Ποια είναι η Μυθολογία που (συνήθως) δεν γνωρίζουμε;

Ο συγγραφέας και αφηγητής Ανδρέας Μιχαηλίδης, μιλά στο LIFO.gr για την μυθική και παραμυθιακή παράδοση των λαών, με αφορμή το εργαστήριο συγκριτικής μυθολογίας του
ΑΡΗΣ ΔΗΜΟΚΙΔΗΣ
O Σουηδός φωτογράφος Sebastian Eklund σκιαγραφεί τη σιωπή της Σκανδιναβίας.

Καλειδοσκόπιο / O Σουηδός φωτογράφος Sebastian Eklund σκιαγραφεί τη σιωπή της Σκανδιναβίας.

«O ανθρώπινος νους δεν έχει προσαρμοστεί με την παρουσία του διαδικτύου και της ψηφιοποιημένης εικόνας. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού από εξελικτικής πλευράς το ίντερνετ βρίσκεται ακόμη σε βρεφικό στάδιο»
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Σαν Σήμερα / «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Η ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη που υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά είναι το πιο γνωστό έργο του σπουδαιότερου Ισπανού συγγραφέα, που πέθανε σαν σήμερα το 1616.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Γουσταύος Κλάους στη χώρα του κρασιού: Μια γοητευτική βιογραφία του Βαυαρού εμπόρου

Βιβλίο / Γουσταύος Κλάους: Το γοητευτικό στόρι του ανθρώπου που έβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη

Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα.
M. HULOT
Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”».

Βιβλίο / Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε στη βαθιά μοναξιά των διαδικτυακών μας “φίλων”»

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για τη δύναμη της λογοτεχνίας, για τα βιβλία που διαβάζει και απέχουν απ’ όσα σήμερα «συζητιούνται», για τη ζωή στην επαρχία αλλά και για το πόσο τον ενοχλεί η «αυτοπροσωπολατρία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
To «παράνομο» σεξ στην Αθήνα του Μεσοπολέμου σε μια νέα μελέτη

Βιβλίο / To «παράνομο» σεξ στην Αθήνα του Μεσοπολέμου σε μια νέα μελέτη

Κόντρα στα κυρίαρχα ήθη, ο Μεσοπόλεμος υπήρξε διεθνώς μια εποχή σεξουαλικής ελευθεριότητας. Μια πρωτότυπη έκδοση από τους Τάσο Θεοφίλου και Εύα Γανίδου εστιάζει στις επιδόσεις των Αθηναίων στο «παράνομο» σεξ, μέσα από δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, με τα ευρήματα να είναι εντυπωσιακά, ενίοτε και σπαρταριστά.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ